λιπεργάτης

λιπεργάτης
λῐπεργάτης [], ου, ,
A unemployed labourer (s.v.l.), v. λιπερνήτης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπεργάτης — λιπεργάτης, ὁ (Α) αυτός που εγκαταλείπει το έργο του, ο εργάτης που εγκαταλείπει την εργασία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”